- ασύνακτος
- και ασύναχτος, -η, -ο (AM ἀσύνακτος, -ον) [συνάγω]νεοελλ.1. (για ομάδες) ο μη συναθροισμένος ή συγκεντρωμένος2. (για γεννήματα) ασυγκόμιστος, αμάζωχτος3. (για χρήματα) εκείνος που δεν έχει εισπραχθείαρχ.-μσν.(για τιμωρημένους κληρικούς) εκείνος που έχει αποκλειστεί από την Ιερά Σύναξηαρχ.αυτός που δεν παρουσιάζει λογική ακολουθία, ο ασυνάρτητος, ο άλογος.
Dictionary of Greek. 2013.